kurwa

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kurwa (pl) θηλυκό

  1. (χυδαίο) η πουτάνα

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

kurwa (pl)

  1. χρησιμοποιείται περίπου όπως το γαμώτο
    o kurwa, zajebali mi portfel! - Ο, γαμώτο, μου κλέψανε το πορτοφόλι!