laïque

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /la.ik/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
laïque laïques

laïque (fr) αρσενικό ή θηλυκό