labori

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
labori < labor + -i
ρήμα labori
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας laboras laboranta laborata
αόριστος laboris laborinta laborita
μέλλοντας laboros laboronta laborota
υποθετική laborus - -
προστακτική laboru - -

labori (eo)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

labori (io)