labourage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
labourage | labourages |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]labourage (fr) αρσενικό
- το όργωμα
ενικός | πληθυντικός |
labourage | labourages |
labourage (fr) αρσενικό