laide

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /lɛd/

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

laide (fr) θηλυκό