laisse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: laissé

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
laisse laisses

laisse (fr) θηλυκό

  1. λουρί
    il tient son chien par la laisse - κρατάει το σκύλο του από το λουρί
  2. τμήμα ενός ιστορικού ποιήματος
  3. (γεωγραφία) μέρος γης που εμφανίζεται κατά την άμπωτη