laissez-faire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
laissez-faire < laissez (→ δείτε το ρήμα laisser) + faire· όρος-σύνθημα φυσιοκρατών του 18ου αι.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /lɛ.se.fɛʁ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

laissez-faire (fr) αρσενικό, άκλιτο

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]