lancement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
lancement lancements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lancement (fr) αρσενικό

  1. η έναρξη
  2. η εκτόξευση
  3. η ρίψη
  4. το ρίξιμο
  5. η εξαπόλυση