lancette

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
lancette lancettes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lancette (fr) θηλυκό

  1. μικρό νυστέρι
  2. αψίδα σε σχήμα κεφαλής ακοντίου