land

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Land

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
land lands

land (en)

  • (μη μετρήσιμο) η γη, η ξηρά, το έδαφος, το χώμα, το τμήμα της επιφάνειας της Γης που δεν καλύπτεται με νερό
    I am traveling over land and sea.
    Ταξιδεύω σε ξηρά και σε θάλασσα.
ενεστώτας land
γ΄ ενικό ενεστώτα lands
αόριστος landed
παθητική μετοχή landed
ενεργητική μετοχή landing

land (en)

  1. (μεταβατικό) προσγειώνω
  2. (αμετάβατο) προσγειώνομαι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

land (da)

  1. η χώρα
  2. η ξηρά



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

land (no)

  1. η χώρα
  2. η ξηρά



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

land (nl)

  1. η χώρα
  2. η ξηρά
  3. η εξοχή
  4. ο αγρός



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

land (sv)

  1. η χώρα
  2. η ξηρά