lave-vaisselle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
lave-vaisselle lave-vaisselles

lave-vaisselle (fr) αρσενικό άκλιτο