lave-vaisselle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
lave-vaisselle | lave-vaisselles |
lave-vaisselle (fr) αρσενικό άκλιτο
ενικός | πληθυντικός |
lave-vaisselle | lave-vaisselles |
lave-vaisselle (fr) αρσενικό άκλιτο