lavement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
lavement lavements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lavement (fr) αρσενικό

  1. το πλύσιμο
  2. το κλύσμα, ο υποκλυσμός