law

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
law laws

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

law (en)

  • ο νόμος
    In Great Britain, laws do not normally come into force until they are signed by the King.
    Στην Μεγάλη Βρετανία οι νόμοι δεν ισχύουν κανονικά πριν υπογραφούν από τον βασιλιά.

Πηγές[επεξεργασία]