leading light

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
leading light leading lights

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
leading light < → δείτε τις λέξεις lead, leading και light

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

leading light (en)

  1. (ιδιωματικό) σημαντική προσωπικότητα, εμπειρογνώμονας, φωστήρας
  2. (ναυτικός όρος) φάρος ο οποίος καθοδηγεί ένα πλοίο στο λιμάνι