leading light
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
leading light | leading lights |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]leading light (en)
- (ιδιωματικό) σημαντική προσωπικότητα, εμπειρογνώμονας, φωστήρας
- (ναυτικός όρος) φάρος ο οποίος καθοδηγεί ένα πλοίο στο λιμάνι