leaf

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /liːf/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

leaf (en) (πληθυντικός leaves)

  1. φύλλο φυτού
  2. (πληροφορική) → δείτε τη λέξη leaf node
    ※  These data structures are called “trees” because the data structure resembles a tree. It starts with a root node and branch off with its descendants, and finally, there are leaves. [1]
    «Αυτές οι δομές δεδομένων ονομάζονται «δέντρα» επειδή η δομή δεδομένων μοιάζει με δέντρο. Ξεκινά με έναν ριζικό κόμβο και διακλαδίζεται με τους απογόνους του, και τέλος, υπάρχουν φύλλα.»

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]