legi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
legi < ιταλική leggere

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈle.ɡi/
ρήμα legi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας legas leganta legata
αόριστος legis leginta legita
μέλλοντας legos legonta legota
υποθετική legus - -
προστακτική legu - -

legi (eo)