leisurely

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
leisurely < leisure + -ly

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός leisurely
συγκριτικός more leisurely
υπερθετικός most leisurely

leisurely (en)

Επίρρημα

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός leisurely
συγκριτικός more leisurely
υπερθετικός most leisurely

leisurely (en)