lekarz

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική (mianownik) lekarz lekarze
γενική (dopełniacz) lekarza lekarzy
δοτική (celownik) lekarzowi lekarzom
αιτιατική (biernik) lekarza lekarzy
οργανική (narzędnik) lekarzem lekarzami
τοπική (miejscownik) lekarzu lekarzach
κλητική (wołacz) lekarzu lekarze

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈlɛ.kaʃ/
 

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

lekarz (pl) < leczyć (pl)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lekarz (pl) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη  leczyć (pl)