leki

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
leki < lek- + -i
ρήμα leki
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας lekas lekanta lekata
αόριστος lekis lekinta lekita
μέλλοντας lekos lekonta lekota
υποθετική lekus - -
προστακτική leku - -

leki (eo)