lepton

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lepton (en)

  1. (φυσική) το λεπτόνιο



      ενικός         πληθυντικός  
lepton leptons

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lepton (fr) αρσενικό

  1. (φυσική) το λεπτόνιο



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lepton (pl) αρσενικό

  1. (φυσική) λεπτόνιο