lerni

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
lerni < lern- + -i

Προφορά

[επεξεργασία]
 
ρήμα lerni
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας lernas lernanta lernata
αόριστος lernis lerninta lernita
μέλλοντας lernos lernonta lernota
υποθετική lernus - -
προστακτική lernu - -

lerni (eo)