lesbien

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
lesbien lesbiens

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lesbien (fr) αρσενικό

  1. λέσβιος
  2. λεσβιακός