lessive
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
lessive | lessives |
lessive (fr) θηλυκό
- η μπουγάδα
- το απορρυπαντικό
ενικός | πληθυντικός |
lessive | lessives |
lessive (fr) θηλυκό