lessive

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /le.siv/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
lessive lessives

lessive (fr) θηλυκό

  1. η μπουγάδα
  2. το απορρυπαντικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]