lettuce

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: lattice
      ενικός         πληθυντικός  
lettuce lettuces

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
lettuce < λατινική lactuca < lac

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈlɛtɪs/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lettuce (en)

  1. (λαχανικό) μαρούλι
  2. (αργκό, ΗΠΑ) χαρτονόμισμα, χρήμα (εξαιτίας του πράσινου χρώματος που έχει και το αμερικανικό δολάριο)