levée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: levee
      ενικός         πληθυντικός  
levée levées

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

levée (fr) θηλυκό

  1. η ανύψωση
  2. η περισυλλογή
  3. η άρση