levier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
levier | leviers |
levier (fr) αρσενικό
- ο μοχλός
ενικός | πληθυντικός |
levier | leviers |
levier (fr) αρσενικό