levrette

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
levrette < levrerette < lévrier + -ette

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /lə.vʁɛt/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
levrette levrettes

levrette (fr) θηλυκό

  1. το θηλυκό του λαγωνικού
  2. en levrette (αργκό) το πισωκολλητό