levy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈlɛ.vi/
ομόηχο: levee (ανάχωμα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
levy levies

levy (en)

  1. η φορολόγηση
  2. η στρατολόγηση

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας levy
γ΄ ενικό ενεστώτα levies
αόριστος levied
παθητική μετοχή levied
ενεργητική μετοχή levying

levy (en)

  1. φορολογώ
  2. στρατολογώ