lièvre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
lièvre lièvres

lièvre (fr) αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) ο λαγός
    le lièvre et la tortue - ο λαγός και η χελώνα
  2. (αστρονομία) → δείτε τη λέξη  Lièvre

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]