library

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
library libraries

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

library (en)

  1. βιβλιοθήκη
  2. (πληροφορική) βιβλιοθήκη, συλλογή έτοιμου επαναχρησιμοποιήσιμου κώδικα (υποπρογραμμάτα, συναρτήσεις, κλπ.)
    ※  It is up to the developers to choose the tools and libraries they want to use. (Flask framework) [1]
    «Εναπόκειται στoυς προγραμματιστές να επιλέξουν τα εργαλεία και τις βιβλιοθήκες που θέλουν να χρησιμοποιήσουν.»
    υπερώνυμα: module
    υπώνυμα: standard lib

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. (αγγλικά) Flask. Πρόσβαση 2020-10-01.