lieutenant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lieutenant (en)

  1. (στρατιωτικός βαθμός) (στρατιωτικός όρος) υπολοχαγός, υποσμηναγός, υποπλοίαρχος, υπαστυνόμος, υπαρχηγός αστυνομίας
  2. υπαρχηγός



      ενικός         πληθυντικός  
lieutenant lieutenants

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lieutenant (fr) αρσενικό

  1. (στρατιωτικός όρος) ο υπολοχαγός