limited

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈlɪmɪtɪd/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός limited
συγκριτικός more limited
υπερθετικός most limited

limited (en)

  • περιορισμένος
    The abilities of a robot are still very limited when compared to a real person.
    Οι ικανότητες ενός ρομπότ εξακολουθούν να είναι πολύ περιορισμένες σε σύγκριση με ένα πραγματικό άτομο.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
limited limiteds

limited (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

limited (en)