limitrophe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
limitrophe limitrophes

Επίθετο

[επεξεργασία]

limitrophe (fr) αρσενικό ή θηλυκό