limitrophe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
limitrophe | limitrophes |
Επίθετο
[επεξεργασία]limitrophe (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
limitrophe | limitrophes |
limitrophe (fr) αρσενικό ή θηλυκό