limonata

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
limonata < limone

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
limonata limonate

limonata (it)


Ετυμολογία

[επεξεργασία]
limonata < (άμεσο δάνειο) ιταλική limonata

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /limɔnɑˈtɑ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: li‐mo‐na‐ta

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

limonata (tr)