limoncello
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
limoncello | limoncelli |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- limoncello < limon(e) + υποκοριστικό επίθημα -cello
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /li.monˈt͡ʃɛl.lo/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]limoncello (it) αρσενικό
- (ποτό) το λιμοντσέλο
Πηγές
[επεξεργασία]- limoncello - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).