linge

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

linge (fr) αρσενικό

Σύνθετα

[επεξεργασία]



linge (ro)

γλείφω