lining

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία en

[επεξεργασία]
lining < ύστερη (κληρονομημένο) μέση αγγλική lining < line (< λατινική linum (λινάρι) < ύστερα μεσοαγγλικά line ) + -ing. Συγγενής η line (γραμμή)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈlaɪnɪŋ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lining (en)

  • εσωτερική επικάλυψη, επένδυση, φόδρα

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

lining (en)