liquirìzia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- liquirìzia < λατινική liquiritia
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]liquirìzia (it)
- (φυτό) το φυτό γλυκόριζα
- (ιατρική) ο χυμός της γλυκόριζας που χρησιμοποιείται στην ιατρική
- (γαστρονομία) χρησιμοποιείται στην ζαχαροπλαστική