liquirìzia

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
liquirìzia < λατινική liquiritia

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

liquirìzia (it)

  1. (φυτό) το φυτό γλυκόριζα
  2. (ιατρική) ο χυμός της γλυκόριζας που χρησιμοποιείται στην ιατρική
  3. (γαστρονομία) χρησιμοποιείται στην ζαχαροπλαστική