lira

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Lira

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lira (pl) θηλυκό

  1. η λύρα
  2. η λίρα Μάλτας
  3. η λίρα Τουρκίας



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lira (sr)

  • λατινική γραφή του лира



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lira (tr)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]