lista

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
lista listas

lista (pt) θηλυκό

  1. ο κατάλογος, η λίστα
  2. ο κατάλογος, το μενού



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
lista < γερμανική līsta

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
lista liste

lista (it)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lista (fi)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lista (pl) θηλυκό

  1. η λίστα