litio

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

litio (gl)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
litio < liti + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

litio (eo)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

litio (io)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

litio (es)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
litio < νεολατινική lithium

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈli.tjo/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

litio (it) αρσενικό