loan

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
loan loans

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

loan (en)

  • το δάνειο, τα δανεικά
    an interest-free/interest-bearing loan - άτοκο/έντοκο δάνειο
    Are asking for a loan again?
    Πάλι δανεικά ζητάς;