locomotive
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- locomotive < → δείτε τη λέξη locomotif
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /lo.ko.mɔˈtiv/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
locomotive | locomotives |
locomotive (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]locomotive (it)