lolo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
lolo lolos

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lolo (fr) αρσενικό

  1. (παιδική λέξη) το γάλα
    Fais dodo, Colas, mon p'tit frère // Fais dodo, t'auras du lolo. Κάνε νάνι, Νικολάκη, αδερφούλη μου // Κάνε νάνι, και θάχεις γαλατάκι (από παιδικό νανούρισμα)
  2. (οικείο) το βυζί, το στήθος
    Elle a de gros lolos. Έχει μεγάλα βυζιά/μεγάλο στήθος.