look alike
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | look alike |
γ΄ ενικό ενεστώτα | looks alike |
αόριστος | looked alike |
παθητική μετοχή | looked alike |
ενεργητική μετοχή | looking alike |
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /lʊk əˈlaɪk/
Έκφραση
[επεξεργασία]look alike (en) → δείτε τις λέξεις look και alike
- (αμετάβατο, μεταξύ πολλών πραγμάτων ή ατόμων) μοιάζω με κάποιον ή κάτι
- ↪ You two look very alike! - Εσείς οι δύο μοιάζετε πολύ!
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- look alike - Cambridge Dictionary online