loulou

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
loulou loulous

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

loulou (fr) αρσενικό

  1. λουλού
  2. (φιλικό) αγόρι (κορίτσι = louloute)
  3. αλητάκος, μόρτης