luggage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- η αποσκευή, οι βαλίτσες που περιέχουν αντικείμενα που μεταφέρω κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μου
- ↪ They checked the passengers’ luggage.
- Έλεγξαν τις αποσκευές επιβατών.
- ↪ They checked the passengers’ luggage.