lugubre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
lugubre < (άμεσο δάνειο) λατινική lugubris < lugere, πενθώ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ly.ɡybʁ/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
lugubre lugubres

lugubre (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (λόγιο) μακάβριος
     συνώνυμα: funeste, macabre
  2. (πιο συνηθισμένο) θλιμμένος
     συνώνυμα: sinistre, triste

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]