lumbering

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
lumbering lumberings

lumbering (en)

  1. η υλοτομία
     συνώνυμα: logging