lung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
lung | lungs |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lung (en)
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]lung (ro)
ενικός | πληθυντικός |
lung | lungs |
lung (en)
lung (ro)